MT2020

Κυριακή των Βαΐων ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ἰωάν. ιβ΄ 1-18, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Φιλιπ. δ΄ 4-9

09042023«Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται

καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου»

Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἰσέρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου πλῆθος ἀνθρώπων Τὸν ὑποδέχεται μὲ ἐνθουσιασμό, κρατώντας κλαδιὰ ἀπὸ φοινικιὲς καὶ φωνάζοντας: Δόξα σ᾿ Αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε. Εὐλογημένος νὰ εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔνδοξος Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ τόσο καιρὸ περιμέναμε.

Ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὶς ἐπευφημίες. Εἰσέρχεται στὴν πόλη ταπεινά, καθισμένος πάνω σ᾿ ἕνα πουλάρι, ὅπως τὸ εἶχε προφητεύσει αἰῶνες πρὶν ὁ προφήτης Ζαχαρίας: Μὴ φοβᾶσαι, Ἱερουσαλήμ, κόρη τοῦ ὄρους Σιών. Ὁ Βασιλιάς σου ἔρχεται καθισμένος πάνω σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι. Βασιλιὰ προσδοκοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἀλλὰ ὁ Βασιλιὰς ποὺ ὑποδέχθηκαν, ἦταν ἀλλιώτικος. Δὲν ἔμοιαζε μὲ κανέναν ἄλλο βασιλιὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ἀλήθεια, σὲ τί διαφέρει ὁ Κύριος ὡς Βασιλιὰς ἀπὸ τοὺς ἐπίγειους βασιλεῖς καὶ πῶς θὰ γίνουμε ὑπήκοοί του; Σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἂς ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας.

Ἕνας ἀλλιώτικος Βασιλιὰς

Κατὰ τὴ θεία Γέννησή του ἦλθαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς οἱ Μάγοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν «τεχθέντα βασιλέα τῶν Ἰουδαίων». Τί παράδοξο ὅμως! Δὲν Τὸν βρῆκαν νὰ ἀνακλίνεται σὲ κάποιο ἀνάκτορο, σὲ κάποιο παλάτι βασιλικό. Τοῦ πρόσφεραν ὡστόσο χρυσό, ὅπως πρόσφεραν στοὺς βασιλεῖς, καὶ Τὸν προσκύνησαν ἀναγνωρίζοντας μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἡ βασιλεία του δὲν εἶναι ὑλικὴ καὶ ἐπίγεια, ἀλλὰ πνευματικὴ καὶ οὐράνια. Τὸ διακήρυξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου: «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. ιη΄ 36). Δὲν μοιάζει μὲ τὴ βασιλεία κανενὸς ἄλλου κοσμικοῦ ἄρχοντα ἡ βασιλεία μου.

Γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν εἴσοδό του σήμερα στὰ Ἱεροσόλυμα δὲν φορεῖ πορφυ­ρὸ μανδύα, ἀλλὰ φτωχικὰ ἐνδύματα. Οὔτε εἶναι καθισμένος σὲ χρυσοστόλιστη ἅμαξα, ἀλλὰ σὲ ἕνα ταπεινὸ ὑποζύγιο. Τὸ βλέμμα του δὲν ἐκφράζει τὴν ἀλαζονεία τοῦ κατακτητῆ. Δὲν ἐπιβάλλεται ἄλλωστε μὲ τὴ βία ὁ Βασιλιὰς καὶ Κύριός μας, μὲ ὅπλα καὶ ἀπειλές, ἀλλὰ ἐλεύθερα ἐπιλέγεται ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὲς κυβερνᾶ.

Σὲ ἀντίθεση μάλιστα μὲ τοὺς ἐπίγειους βασιλεῖς, ποὺ εἶναι θνητοὶ καὶ ἔχουν προσωρινὴ ἐξουσία, ὁ Χριστὸς εἶναι αἰώνιος Βασιλιάς. «Τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. α΄ 33), πληροφόρησε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τὴ Θεοτόκο κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό της. Ἡ βασιλεία του δηλαδὴ θὰ εἶναι ἄληκτη, ἀτελεύτητη, αἰώνια.

Ὁ Κύριός μας συνεπῶς εἶναι πνευματικὸς Βασιλιάς, ποὺ ἐπιλέγεται ἐλεύθερα ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες καρδιές, ἡ δὲ βασιλεία του εἶναι αἰώνια καὶ παντοτινή.

Πῶς ὅμως θὰ γίνουμε ὑπήκοοί του;

Δικοί του ὑπήκοοι

Ἔχουμε γίνει δικοί του ὑπήκοοι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βαπτισθήκαμε καὶ γίνα­­με μέλη τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνο αὐτό. Καθημερινὰ ὀ­φείλουμε νὰ ἐπιβεβαιώνουμε στὴν πράξη ὅτι ἀνήκουμε σ᾿ Ἐκεῖνον. Νὰ συμμορφωνόμαστε δηλαδὴ μὲ τὸν δικό του Νόμο, μὲ τὸ δικό του θέλημα. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ζ΄ 21), τόνισε ὁ Χριστός. Δηλαδή, στὴ βασιλεία μου δὲν θὰ εἰσέλθει ὅποιος μὲ ὀνομάζει Κύριο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐφαρμόζει τὸ θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα μου.

Πρέπει νὰ ἐφαρμόζουμε ἑπομένως τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἔχουμε διαρκὴ σύνδεσμο μὲ τὸν Κύριό μας. Νὰ Τοῦ προσφέρουμε ὡς θρόνο λαμπρὸ τὴν καρδιά μας. Ἐκεῖνος νὰ κατοικεῖ σ᾿ αὐτὴν καὶ νὰ κυβερνᾶ τὴ ζωή μας, τὶς σκέψεις, τὶς πράξεις, τὶς ἐπιθυμίες, τὰ λόγια καὶ τὰ συναισθήματά μας. Ἐκεῖνος νὰ μᾶς κατευθύνει ἐξ ὁλοκλήρου. Νὰ εἴμαστε δὲ ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ εἶναι ἡ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Κυρίου.

Τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς χαρίσει καὶ τὴν οὐράνια βασιλεία του· τὴν αἰώνια ζωὴ κοντά Του. Θὰ μᾶς καταστήσει συμβασιλεῖς του. Ἐνῶ τοὺς ἐπίγειους βασιλεῖς τοὺς ἀνεβάζουν οἱ ἄνθρωποι στὸν θρόνο, ὁ οὐράνιος Βασιλιάς μας ­κάνει τὸ ἀντίθετο. Ἐκεῖνος ἀνεβάζει τοὺς ἀνθρώπους στὸν δικό του βασιλικὸ θρόνο, τονίζει ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος (Παν. Τρεμπέλα, Δογματική, τ. Β΄, 193). Οἱ ὑπήκοοι τοῦ Βασιλιᾶ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνονται κι αὐτοὶ βασιλεῖς, κληρονόμοι τῆς οὐράνιας βασιλείας του.

Σὲ λίγες ἡμέρες θὰ ἀντικρίσουμε τὸν Κύριό μας νὰ Τὸν ἔχουν ἐνδύσει περιπαικτικὰ μὲ «χλαμύδα κοκκίνην». Ἀντὶ γιὰ σκῆπτρο βασιλικὸ θὰ Τὸν δοῦμε νὰ κρατεῖ «κάλαμον». Ἀντὶ γιὰ στέμμα πολύτιμων λίθων νὰ φορεῖ ἀκάνθινο στεφάνι. Θὰ Τὸν ἀντικρίσουμε Ἐσταυρωμένο, ἐνῶ πάνω στὸν Τίμιο Σταυρό του θὰ ἐπιγράφεται: «Ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης». Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Βασιλιᾶ μας: ἡ ἀγάπη του, ἡ θυσία του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐνώπιόν Του ἂς γονατίσουμε τὶς ἡμέρες αὐτές, γιὰ νὰ Τοῦ ἀπευθύνουμε καὶ τὸ δικό μας «ὡσαννὰ» καὶ νὰ Τὸν ἀνακηρύξουμε ὡς τὸν μοναδικὸ Βασιλιὰ τῆς καρδιᾶς μας.

«Ο ΣΩΤΗΡ»